πειρώμαι

πειρώμαι
πειρῶμαι, -άομαι, ΝΑ, πειρῶ, -άω, Α
προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, -η, -ο
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις είτε γενικές είτε εξειδικευμένες για έναν τομέα με τη δική του εμπειρία και την επαφή του με την πράξη
2. αυτός που έχει πολλές, πρακτικού χαρακτήρα κυρίως, γνώσεις σχετικά με το αντικείμενο τής εργασίας του, ο έμπειρος
αρχ.
1. ενεργ. α) εξετάζω κάποιον («μή μεν πειράτω, εὖ εἰδότος
οὐδέ με πείσει», Ομ.Ιλ)
β) (με εχθρική σημ.) επιχειρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω κάτι («οὐ δικαιοῡν πειρᾱν τῆς πόλιος», Ηρόδ.)
γ) εφορμώ («μήλων πειρήσοντα», Ομ. Ιλ.)
δ) ενεργώ απόπειρα εναντίον τής τιμής κάποιου, ιδίως γυναίκας, προσπαθώ να αποπλανήσω, να διαφθείρω («ὅτις ἐπείρασεν αὐτοῡ τὴν παλλακίδα», Ξεν.)
2. (μέσ. και παθ.) πειρῶμαι, -άομαι
α) θέτω σε δοκιμασία κάποιον, ερευνώ, εξετάζω κατά πόσο είναι τέτοιος ή τέτοιος («ὄφρα κεν ἔλθητον καὶ πειρηθῆτον, ἐμεῑο», Ομ. Ιλ.)
β) ενεργώ δοκιμή, κάνω έλεγχο ενός πράγματος («ὁππότ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσιν», Ομ. Ιλ.)
γ) θέτω υπό δοκιμή, υπό έλεγχο («οὐκοῡν ἐν σοὶ πειρώμεθα βασανίζοντες ταῡτα;», Πλάτ.). δ) δοκιμάζω αν κάτι βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αν λειτουργεί καλά («αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται», Ομ. Ιλ.)
ε) υφίσταμαι δοκιμασία, γεύομαι κάτι («τῶν τάχ' ἔμελλον Αχαιοὶ πειρήσεσθαι», Ομ. Οδ.)
στ) είμαι έμπειρος σε κάτι, έχω πείρα ενός πράγματος, γνωρίζω κάτι από πείρα («τόσσον τοι νηῶν γε πεπείρημαι πολυγόμφων», Ησίοδ.)
ζ) βρίσκω κάτι από πείρα, κρίνω, θεωρώ ως τέτοιο ή τέτοιο («εἶτα, πειρώμενοι μετρίου καὶ κοινωφελοῡς, βασιλέα προσηγόρευσαν», Πλούτ.)
η) έχω τριβή, είμαι πεπειραμένος σε κάτι («ουδὲ τί πω μύθοισι πεπείρημαι», Ομ. Οδ.)
θ) δοκιμάζω την τύχη μου, ιδίως σε αγώνα ή πολεμική επιχείρηση («αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται», Ομ. Ιλ.)
ι) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («οὐκ ἤθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ναυσὶ πειρῶ» — ενεργώ απόπειρα στη θάλασσα, ληστεύω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πείρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πειρῶμαι — πειράω attempt pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) πειράω attempt pres ind mp 1st sg πειράω attempt pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) πειράζω make proof fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπειρα — κατάπειρα, ἡ (AM) 1. δοκιμή, πείραμα 2. προσβολή νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανά πειρα < ανα πειρώμαι, διά πειρα < δια πειρώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • αναπειρώμαι — ( άομαι) (Α ἀναπειρῶμαι) επιχειρώ εκ νέου, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ αρχ. 1. κάνω δοκιμή σε κάτι, εξετάζω, δοκιμάζω 2. (ως ναυτ. όρος) κάνω γυμνάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πειρῶμαι «δοκιμάζω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάπειρα] …   Dictionary of Greek

  • απείρητος — ἀπείρητος κ. ατός, ον (Α) [πειρώμαι] Ι. ενεργ. 1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει δοκιμάσει κάτι 2. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, που δεν έχει πείρα για κάτι, ο άπειρος II. παθ. αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, που δεν έχει δοκιμαστεί …   Dictionary of Greek

  • διαπειρώμαι — διαπειρῶμαι ( άομαι) (Α) [πειρώμαι] 1. δοκιμάζω κάποιον ή κάτι 2. προσπαθώ, επιχειρώ με επιμονή 3. προσπαθώ να δωροδοκήσω 4. γνωρίζω καλά, έχω πείρα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”